καταθαλαττίζω

καταθαλαττίζω
καταθαλαττίζω (Μ)
κατακλύζω κάτι με νερό («καταθαλαττίζει ὁ Νεῑλος τὴν Αἴγυπτον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + θαλαττίζω (< θάλαττα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”